καλόβουλος

καλόβουλος
-η, -ο (Μ καλόβουλος, -ον)
αυτός που έχει αγαθά φρονήματα, ο καλός
μσν.
ο συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -βουλος (< βουλή), πρβλ. ορθό-βουλος, σκολιό-βουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλόβουλος — η, ο συνετός, φρόνιμος, που σκέφτεται καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοβουλία — καλοβουλία, ἡ (Α) [καλόβουλος] η ιδιότητα τού καλοβούλου, η ευβουλία* …   Dictionary of Greek

  • βολεύω — εψα, εύτηκα, βολεμένος 1. τακτοποιώ, τοποθετώ πράγματα σε μικρό χώρο: Βόλεψα όλα τα ρούχα μου στη μικρή ντουλάπα. 2. μτφ., τακτοποιώ, διορίζω κάποιον σε δουλειά: Ο γνωστός του βουλευτής τον βόλεψε σε δημόσια υπηρεσία. 3. φρ., «Τα βολεύω»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”